απλοτης

απλοτης
    ἁπλότης
    -ητος ἥ
    1) простота, несложность
    

(φωνῆς Arst.)

    2) простота, незатейливость, безыскусственность
    

(τῆς πόλεως Xen.; τῆς μουσικῆς Plat.; τῆς τροφῆς Diod.)

    3) прямота, прямодушие, честность Xen., Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απλοτης" в других словарях:

  • ἁπλότης — singleness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότησι — ἁπλότης singleness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότητα — ἁπλότης singleness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότητας — ἁπλότης singleness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότητες — ἁπλότης singleness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότητι — ἁπλότης singleness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλότητος — ἁπλότης singleness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • несъложеньѥ — НЕСЪЛОЖЕНЬ|Ѥ (1*) ˫А с. Простота: нѣ(с) бо се вещь ему. несложенье(м) же и сложенье(м). не то едино еже быти сложеномъ. (ἀπλότης) ГБ XIV, 54а. Ср. съложениѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απλότητα — (Φιλοσ.).Φιλοσοφικός όρος, που δηλώνει την προσπάθεια της ανθρώπινης γνώσης να φτάσει στις πρώτες αρχές, που υποτίθεται ότι είναι απλές. Την αρχή της α. χρησιμοποίησε ο Κέπλερ (η φύση αγαπά την α.) και την α. της μονάδας δίδαξε ο Λάιμπνιτς. Κατά… …   Dictionary of Greek

  • κατεγκεντρίζω — (Μ) μτφ. (απαντά μόνο η μτχ. παθ. αορ.) εμφυτεύω («κατεγκεντρισθεῑσα ἁπλότης» απλότητα επίκτητη, όχι φυσική, σε αντιδιαστολή προς την φύσει ενυπάρχουσα, Ιω. Κλύμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐγ κεντρίζω «εμβολιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0295 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c գ. πλοῦτος copia, abundantia Յորդութիւն. լիութիւն. զեղումն. առաւելութիւն. ճոխութիւն. յաճախութիւն. շատութիւն. ... *Զոր եհեղ ʼի մեզ առատութեամբ. Տիտ. ՟Գ. 6: *Առատութիւն շնորհաց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»